- εὐδιάπτωτος
- εὐδιά-πτωτος, ον,A prone to error,
ὁρμή Porph.Marc.22
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὁρμή Porph.Marc.22
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευδιάπτωτος — εὐδιάπτωτος, ον (ΑΜ) αυτός που πέφτει σε σφάλμα («ὑφορωμένους τὸ εὐδιάπτωτον», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + διαπτωτος (< διαπίπτω), πρβλ. α διάπτωτος] … Dictionary of Greek
εὐδιαπτώτῳ — εὐδιάπτωτος prone to error masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)